- παροξυντικός
- παροξυντικόςfit for incitingmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παροξυντικός — ή, ό / παροξυντικός, ή, όν, ΝΜΑ [παροξύνω] νεοελλ. αυτός που επέρχεται με παροξυσμό («παροξυντική αιμοσφαιρινουρία») μσν. αρχ. 1. αυτός που παροξύνει, ο κατάλληλος στο να παροξύνει, ο παρορμητικός, ο διεγερτικός, ο προτρεπτικός («παροξυντικόν… … Dictionary of Greek
παροξυντικά — παροξυντικός fit for inciting neut nom/voc/acc pl παροξυντικά̱ , παροξυντικός fit for inciting fem nom/voc/acc dual παροξυντικά̱ , παροξυντικός fit for inciting fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροξυντικῶν — παροξυντικός fit for inciting fem gen pl παροξυντικός fit for inciting masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροξυντικόν — παροξυντικός fit for inciting masc acc sg παροξυντικός fit for inciting neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροξυντικαῖς — παροξυντικός fit for inciting fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροξυντικαί — παροξυντικός fit for inciting fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροξυντικοῖς — παροξυντικός fit for inciting masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροξυντικοί — παροξυντικός fit for inciting masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροξυντικοῦ — παροξυντικός fit for inciting masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παροξυντικούς — παροξυντικός fit for inciting masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)